ολόγομος

ολόγομος
ὁλόγομος, -ον (Μ)
βλ. ολόγεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”